-
1 έγγαμος
-
2 έγγαμος
ο, η женатый; замужняя;βίος — супружеская жизнь -
3 замужество
заму́ж||ествос ἡ παντρειά, ὁ ἐγγαμος βίος. -
4 супружество
супру́||жествос ἡ παν-τρειά, ὁ ἔγγαμος βίος. -
5 супружество
[σουπρούζυστβα] ουσ. ο. παντρειά, έγγαμος βίος -
6 супружество
[σουπρούζυστβα] ουσ ο παντρειά, έγγαμος βίος -
7 замужество
-а ουδ.πάντρευα, έγγαμος βίος της γυναίκας•счастливое замужество καλοτυχιά.
См. также в других словарях:
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek